
Θεσσαλονίκη
Ξαφνικά του έρχεται στο μυαλό, κάποιο απόγευμα που είχε περάσει στην προκυμαία της Θεσσαλονίκης πριν πολλά χρόνια. Θυμάται πως στο βάθος, το ηλιοβασίλεμα ετοίμαζε τα σύνεργα του και αυτός, πλανόδιος αλήτης των συναισθημάτων, ένας διαβάτης που ακουμπούσε την υγεία της νιότης του στα παγκάκια του πάρκου που, ενώ ήταν έτοιμος να απολαύσει ένα φανταστικό ηλιοβασίλεμα, έγινε θεατής μιας αυθόρμητης παρέλασης της ζωής στην διαχρονική της εξέλιξη. Θεατής ενός πλήθους περιπατητών που ξεχύθηκε ξαφνικά μπροστά του. Θεατής της απογευματινής βόλτας των κατοίκων της πόλης. Θεατής ενός χρωματιστού, χωρισμένου σε ηλικίες πλήθους, που άπλωνε το βηματισμό του χαρούμενο και ανέμελο μπροστά στον ήλιο, που ακολουθούσε τα φλεγόμενα μονοπάτια του ουρανού στα οποία ο ίδιος είχε βάλει φωτιά.
Ο βηματισμός του ελεύθερου χρόνου.
Καθόταν ανέμελα και ένιωσε ξαφνικά πως βρισκόταν σε ένα θέατρο το οποίο είχε στηθεί έτσι, αυθόρμητα στο μυαλό του, χωρίς να τον προειδοποιήσει. Ακουμπισμένος αιστάνθηκε το παγκάκι σαν να είναι πολυθρόνα του θεάτρου, του δικού του θεάτρου. Μοναχικός θεατής, στο δικό του σκηνοθετημένο θέαμα. Ένα θέαμα διαχρονικό, όπου οι πρωταγωνιστές έμπαιναν στην σκηνή αυθόρμητα χωρίς να έχουν καταλάβει τίποτα. Μπροστά πήγαιναν χαρούμενοι, ανέμελοι έφηβοι σπρώχνοντας ο ένας τον άλλον. Έτρεχαν πίσω από κορίτσια που κρατιόταν χέρι, χέρι και κρυφογέλαγαν. Ζευγαράκια που ξετρύπωναν από δεξιά, ή αριστερά σφιχταγκαλιασμένα καθόταν και αυτά μπροστά στο ηλιοβασίλεμα. Μετά νιόπαντροι που έσπρωχναν καροτσάκια με τους καρπούς της ευτυχίας τους. Μετά ζευγάρια με μεγαλύτερα παιδιά που έτρεχαν γύρω τους και εκείνα φοβισμένα τους φώναζαν να προσέχουν. Οικογένειες με τα παιδιά τους σε κανονική διάταξη και μετά, και μετά γεροντικά ζευγάρια, τα γεροντικά βήματα που πλησιάζαν απειλητικά το τέλος της ζωής. Γεροντικά ζευγάρια που τα υποβάσταζαν τα παιδιά τους, ή τους κουβαλάγανε σε καροτσάκι.
Καθόταν εκεί και κοιτούσε εκστασιασμένος. Έβλεπε τα διάφορα στάδια της ζωής, την γέννηση, την παιδικότητα, την εφηβεία, την νεότητα, την μέση ηλικία και τέλος τα γηρατειά να παρελαύνουν μπροστά του. Έβλεπε την ζωή να ξετυλίγεται να εμφανίζεται με τα στολίδια των οικογενειακών σχέσεων να κυλάνε ανεμπόδιστα στο απογευματινό πλακόστρωτο της Θεσσαλονίκης και δεν μπορούσε να ξεκολλήσει από εκεί. Οι ηλικίες η κάθε μια με το δικό της στυλ, η κάθε μια με τα δικά της χαρακτηριστικά. Η κάθε μια με την σειρά της.
Όταν έπεσε η νύχτα η πλατεία είχε αδειάσει. Όλος αυτός ο κόσμος είχε γυρίσει στην οικογενειακή του εστία. Αυτός μάζεψε σιγά, σιγά τα σκηνικά του μυαλού του. Άφησε την πλατεία άδεια και χάθηκε από εκεί, χωρίς κανείς να έχει καταλάβει την παρουσία του.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου