Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Φεβρουάριος, 2010
Μαρακές Η σκόνη της ερήμου κάθεται στο στήθος, καλύπτει το πρόσωπο, θολώνει το βλέμμα. Μάταια τα λερωμένα τσάμια λεωφορείου προσπαθούν να την κρατήσουν μακριά. Τίποτα δεν καταφέρνουν. Το τοπίο υγρό, κυλάει σαν ποτάμι σε όλη την διαδρομή. Απέραντες εκτάσεις παφλάζουν αφήνοντας μια μυρουδιά από καμένη σάρκα να καλύπτει τα πάντα. Κορμιά τυλιγμένα με χρωματιστά υφάσματα, λικνίζονται μέσα στα κύματα της ερήμου, χορεύουν μπροστά στην απεραντοσύνη του ήλιου, προσπαθώντας να αποφύγουν την απονιά του. Ο ήλιος μπορεί να χαράξει μόνο τα πρόσωπα με το αραβικό μαχαίρι του. Μπρούτζινα πρόσωπα με σταχτί μάτια, αφημένα επάνω σε σκισμένα καθίσματα βαγονιών, σαν εκμαγεία που ταξιδεύουν στους αιώνες, με το ίδιο σχιστό βλέμμα των Φαραώ . Τεράστια γυναικεία μάτια από χώμα που με παρακολουθούν πίσω από παραπετάσματα προσώπου. Στέλνουν μυστικά σινιάλα σε όλες τις κατευθύνσεις. Ταξιδεύουν αμίλητα μέσα στην ζωή τους, δίπλα από ξεπεσμένους εμίρηδες που κάποιος τους καθαρίζει φραγκόσυκα και τους ταΐζει γονατιστό
Valparaiso Ατελείωτα βήματα στις χρωματιστές, ξύλινες συνοικίες του Valparaiso, φέραν την νύχτα μπροστά σε αρχαιοελληνικές προσόψεις κτηρίων, που τρελοί αποικιοκράτες οικοδόμησαν ξέροντας πως η αιωνιότητα θα είναι πάντα εκεί. Μια φτωχική πόλη σκαρφαλωμένη πάνω στις κοιλάδες ενό χαμένου παραδείσου, κρεμασμένη μέσα στο χρόνο. Χρωματιστές σανίδες προσπαθούν να βρούν μια θέση δίπλα σε τρελούς στενούς δρόμους. Κατηφόρες και ανηφόρες μπερδεμένες, εξυπηρετούν τις διαχρονικές ανάγκες μετακίνησης. Μικρά χρωματιστά λεωφορεία σαν παιχνιδάκια, στα χέρια ενός παιδιού, κινούνται με χαρούμενη ταχύτητα, κόβοντας την ανάσα του επισκέπτη, κατεβάζοντας τον φόβο του στο εμπορικό λιμάνι. Το βράδυ βραχνές τραγουδίστριες προσπαθούν να ανοίξουν το ντουλάπι των αναμνήσεων μια πόλης που χάνονται τα χνάρια της σε αιώνες σκληρότητας και άπονης χαράς. Οι μεθυσμένοι ποιητές ακουμπούν στο τραπέζι του, του κάνουν συντροφιά. Την άλλη μέρα τα βήματα του τον φέρνουν στην αγορά. Ένα γδαρμένο κεφάλι αλόγου τον χαιρετάει σ
Στο Μπουένος Άιρες Στο Μπουένος Άιρες δεν ταξίδεψα ποτέ παρά, μόνο τρύπωσα μέσα σε διηγήσεις φίλων που είχαν ξαπλώσει στα πατώματα του, που είχαν λικνίσει το ταγκό της ζωής του. Της ζωής τους που με είχε ακουμπήσει, που με είχε πάρει από το χέρι μπροστά σε ένα βελούδινο ηλιοβασίλεμα. Αχ πότε θα βρούμε εκείνα τα νιάτα που χάθηκαν στις πλατείες, που χάθηκαν μπροστά στα περήφανα κτήρια του Μπουένος Άιρες. Τα νιάτα που κουβαλήσαμε σε καρδιές κατακόκκινες από το χορό των δακρύων από τον χορό των αποχωρισμών. Οι λευκές πατούσες που αφήνανε τις ιδρωμένες πατημασιές στα καυτά πεζοδρόμια, θα κυκλώνουν την αιωνιότητα αυτής της στιγμής για πάντα. Χορευτικές πατημασιές με τον έρωτα να δακρύζει πάνω σε μελαψά δέρματα που έντυσαν τα όνειρά μου, πίσω από τα κουρασμένα μάτια των εργατών. Πίσω από τα μάτια των εργατών που ξεχείλιζαν την λαχτάρα της ζωής σιγά, σιγά όταν έπεφτε το δειλινό και αυτή ξεθάρρευε, ξεθάρρευε όλο και πιο πολύ καθώς ερχόταν η νύχτα. Και εκείνους τους δρόμους που δεν πέρασα ποτέ,
Στην ερημιά του δρόμου Με ποιες γκριμάτσες να ζητήσω το χαμόγελο, ένα χαμόγελο σαν κουρτίνα όπου από πίσω η λευκή οδοντοστοιχία ξεκουράζεται στο θρόνο της. Μπροστά της απλώνεται η ερημιά του δρόμου με εμένα σαν επιβάτη αργοπορημένο και μόνο. Καλησπερίζω ανύπαρκτους αλκοολικούς διαβάτες, που το ρέψιμο τους σκοτώνει τα ρουθούνια της ευαισθησία μου. Καλησπερίζω λαστιχένια στόματα που τα φούσκωσαν με ενέσεις σιλικόνης, για να μπορούν να φυλάνε αυτό το βρομιάρη κόσμο. Καλησπερίζω το σκοτεινό διάστημα δίπλα από τα παράθυρα μια παλιάς γνώριμης ανατριχίλας. Από τις μασχάλες της βγαίνει η αγωνία . Καλησπερίζω το μοναχικό πλήθος στο νυχτερινό διάδρομο του εφιάλτη του. Το γυαλιστερό μου πατούμενο καθρεπτίζεται στην βρεγμένη άσφαλτο με εμπιστοσύνη. Αραχνοΰφαντα υφάσματα του γέλιου στα ακροδάχτυλα της νύχτας τρέχουν να με πιάσουν μέσα στα στενά. Τους ξεφεύγω!! Κάμαρες, κρεβατοκάμαρες σε λίστες οργασμικής αναμονής με περιμένουν. Δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο, ο κόσμος είναι έτοιμος να λιώσει σε μια
Παράλληλοι κόσμοι Για πόσο καιρό το παρμπρίζ θα έρχονται να καθαρίσουν σκυμμένες σκιές που ξεμπαρκάρουν από τα πεζοδρόμια ψάχνοντας μισό ευρώ μπροστά στα φώτα της δίωξης μεταναστών; Για πόσο καιρό φοβισμένα κορμιά θα τρέχουν να κρυφτούν πίσω από τους θάμνους, πίσω από στύλους, ξαπλωμένα στην υγρασία της νύχτας, μέσα στην σκοτεινή επιφάνεια του δρόμου μου,κυνηγημένες φιγούρες θα σαλεύουν με κινήσεις καταδικασμένης νεότητας; Για πόσο καιρό η απλότητας της φυσιολογικής σκληρότητας , θα κυλάει έξω από το τζάμι του αυτοκινήτου; Η δική μου νύχτα και και η δική τους, παράλληλες νύχτες, θα συνωστίζονται στα φανάρια των λεωφόρων; Για πόσο καιρό οι παράλληλες νύχτες μας θα γίνονται μία; Οι παράλληλοι κόσμοι θα συναντιόνται χωρίς καμιά συνάντηση. και θα ανασαίνουν ο ένας δίπλα στον άλλον; Για πόσο καιρό οι παράλληλοι κόσμοι, θα σέρνονται ο κάθε ένας με τον τρόπο του, στο σκοτάδι του πολιτισμικού θυσιαστηρίου; Για πόσο καιρό οι καμένες σάρκες του μισού πλανήτη θα πυροδοτούν τα λεβητοστάσια του άλλ
Η χαρούμενη κοιλάδα της ανεμελιάς μου. Αυτό το νεύμα έρχεται από μακριά, μια κίνηση είναι μόνο. Μια κίνηση που ξεδιπλώνεται πάνω σε τοίχους, πάνω σε πρόσωπα, πάνω σε τζάμια, πάνω μου, πάνω σου, πάνω σε όλους μας. Η ροζιασμένη παλάμη ενός πατέρα έκανε αυτό το νεύμα και η μάνα, μετά από αυτό το νεύμα, έμεινε ακίνητη, ακουμπισμένη στο πρεβάζι του παραθύρου, να τον περιμένει. Με αυτό το νεύμα χαιρέτισαν τον ερχομό μου και με αυτό το νεύμα χαιρέτησα την αποχώρησή τους. Ερχομός και αποχώρηση μέσα από ένα νεύμα, μια κίνηση, μια λέξη που σχηματίζεται στον αέρα. Ένα νεύμα που κανείς δεν ξέρει τι θέλει να πει πραγματικά. Τα κύτταρα αυτού του νεύματος γλίστρησαν από την φούχτα ενός παιδιού. Ξεχύθηκαν από την κραυγή ενός εφηβικού κορμιού. Τα σεξουαλικά όργανα της ανθρώπινης ανεκτικότητας και η επιθυμία πίσω από ένα τέτοιο νεύμα κρύφτηκαν. Αυτό το νεύμα κρατάω βαθιά μέσα μου. Αυτό το νεύμα ήταν και είναι η χαρούμενη κοιλάδα της ανεμελιάς μου.