
Valparaiso
Ατελείωτα βήματα στις χρωματιστές, ξύλινες συνοικίες του Valparaiso, φέραν την νύχτα μπροστά σε αρχαιοελληνικές προσόψεις κτηρίων, που τρελοί αποικιοκράτες οικοδόμησαν ξέροντας πως η αιωνιότητα θα είναι πάντα εκεί. Μια φτωχική πόλη σκαρφαλωμένη πάνω στις κοιλάδες ενό χαμένου παραδείσου, κρεμασμένη μέσα στο χρόνο. Χρωματιστές σανίδες προσπαθούν να βρούν μια θέση δίπλα σε τρελούς στενούς δρόμους. Κατηφόρες και ανηφόρες μπερδεμένες, εξυπηρετούν τις διαχρονικές ανάγκες μετακίνησης. Μικρά χρωματιστά λεωφορεία σαν παιχνιδάκια, στα χέρια ενός παιδιού, κινούνται με χαρούμενη ταχύτητα, κόβοντας την ανάσα του επισκέπτη, κατεβάζοντας τον φόβο του στο εμπορικό λιμάνι. Το βράδυ βραχνές τραγουδίστριες προσπαθούν να ανοίξουν το ντουλάπι των αναμνήσεων μια πόλης που χάνονται τα χνάρια της σε αιώνες σκληρότητας και άπονης χαράς. Οι μεθυσμένοι ποιητές ακουμπούν στο τραπέζι του, του κάνουν συντροφιά.
Την άλλη μέρα τα βήματα του τον φέρνουν στην αγορά. Ένα γδαρμένο κεφάλι αλόγου τον χαιρετάει στην είσοδό της. Καλπάζει στα χέρια ενός γερασμένου χιλιανού και πάει να κρυφτεί πίσω από το ματωμένο πάγκο. Πέρα ένας ξιφίας τον περιμένει με ένα παγωμένο χαμόγελο στα χείλη. Φωνές, κραυγές του εμπορείου τον ζώνουν από παντού. Σκαρφαλώνουν στους χρωματιστούς τοίχους της πόλης, που ακουμπούν στους ώμους αργόσχολων πολιτών σπαρμένων σε φτωχικά πάρκα, σε σκοτεινιασμένες πλατείες, κοιτώντας το άπειρο γαλάζιο του ειρηνικού ωκεανίου. Ένα παιδάκι τον πλησιάζει με ένα πορτοκάλι στο χέρι, μετά από εξήντα χρόνια πεθαίνει πυροβολημένο στην άκρη ενός τηλεοπτικού δελτίου.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου