Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο




Όπως παλιά, στα ίδια κατατόπια.ask2use.com: Δεν επιτρέπεται η αντιγραφή χωρίς άδεια


Εκείνο το βράδυ, πάλι δεν αισθανόταν καλά. Κατέβαινε τον νυχτερινό δρόμο με το άγχος να παφλάζει μέσα της και ένιωθε ότι το στήθος της πάει να σπάσει. Είχε πάει εφτά η ώρα και έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι, άλλα δεν της έκανε καρδιά να ξαναδεί την μάνα της και τον πατέρα της που της τηλεφωνούσαν κάθε μισή ώρα αλαφιασμένοι. Πόσο τους είχε τρελάνει και αυτούς, όμως και αυτή αισθανόταν σαν τρελή. Γυρνάει όπως παλιά στα ίδια κατατόπια, στα ίδια βρώμικα στενά της άναρχης πόλης, χωρίς μέλλον, χωρίς σκοπό. Έπρεπε να βρει κάτι να ηρεμήσει. Είχαν μαλώσει μετά από καιρό αλλά δεν μπόρεσε να κρατηθεί. Της την έσπαγε η παθητικότητα του και του το είχε πει. Αυτός κάτι τέτοια δεν τα έπαιρνε σωστά, δεν μπορούσε να τα δεχτεί και έχει βγει στην γύρα μετά από ένα ένα χρόνο που είχε μείνει καθαρός και αυτή έτρεξε πίσω του. Είχαν αρπαχτεί από το τίποτα.
Το άγχος, μέσα της είχε ξαναβγάλει εκείνο το σιδερένιο χέρι και είχε αρπάξει την ψυχή της και την έσφιγγε, την έσφιγγε και αισθανόταν το βάρος του τόσο ασήκωτο που, από το μυαλό της πέρασε η ρούκλα1 καθώς πέρασαν και τα μπούμπλε.2 Ήταν όπως παλιά, όπως τότε που η ηρωίνη κατοικούσε και διαφέντευε τον εαυτό της.
Προχωρούσε στα τυφλά, αλλά δεν υπήρχε τίποτα τυφλό για εκείνη όπως για κανένα που ήταν πρώην χρήστης σε αυτή την περιοχή. Το σώμα σαν να ακολουθούσε μόνο το δρόμο του. Τα σώμα πήγαινε μόνο του στα παλιά σοκάκια που είχε περάσει τόσες φορές, μόνο του, ή, με την συνοδεία του Δημήτρη. Γνώριζε, γνώριζε, όλα τα γνώρισε με κλειστά μάτια. Το μουντό χρώμα των τοίχων, τα ξεχαρβαλωμένα πεζοδρόμια, τα ερειπωμένα μαυρισμένα από καιρό κτήρια. Την μυρουδιά τους, την θωριά τους και το άγχος της που γινόταν ένα με όλα αυτά. Τελικά δεν προχωρούσε στα τυφλά, όχι προχωρούσε με τα στερημένα μάτια της ψυχής ορθάνοιχτα, ακόμα και αν είχαν γεμίσει με δάκρυα. Τις σιλουέτες μέσα στο σκοτάδι που κατέβαινε πάνω από ολα αυτά, τις γνώριζε και αυτές. Ναι τις γνώριζε και προχώρησε προς το μέρος τους. Ατελείωτα ερημωμένες σκιές που κουνούσαν τα χέρια τους σαν ερημωμένα μολυσμένα δένδρα, πάνω στο πεζοδρόμια. Πόσο γνώριμα ήταν όλα αυτά για αυτήν. Ήταν σαν να είχε φύγει ένα μακρινό ταξίδι και ξαναγυρνούσε πίσω. Ναι σαν να ξαναγυρνούσε πίσω και πλησίασε τις σκιές ενός παρελθόντος που γινόταν παρόν.
Τα είχε όμως καταφέρει μέχρι σήμερα και δεν είχε ξαναπέσει στην ζουζού3 και αυτό θα προσπαθούσε και τώρα. Να κρατηθεί μακριά από αυτή. Ένιωθε όμως πως δεν μπορούσε να αντέξει αυτό το σιδερένιο χέρι πάνω στο στήθος και σκέφτηκε τα υπνοστεντόν ή τα μπούμπλε. Σαν να έδινε το δικαίωμα στον εαυτό της να τα πάρει και με αυτή την σκέψη σαν να καταλάγιασε μέσα της ο πόνος και την πρώτη σκιά που συνάντησε, πλησίασε και ζήτησε μπούμλε. Στο Τζιμάκο της είπε η σκιά, “κάπου στην Αγίου Κωνσταντίνου θα τον βρεις” Ξεκίνησε για εκεί ψάχνοντας μήπως δει και τον Δημήτρη, αλλά εκείνος πουθενά. Βρήκε τον Τζιμάκο ρωτώντας από εδώ και από εκεί, ένα κυριλέ τύπο που τίποτα δεν μαρτυρούσε ότι κουβαλούσε χάπια και ηρωίνη για πούλημα και αγόρασε με δεκά πέντε ευρώ πέντε μπούμπλε, τα έριξε στη τσέπη της και ανέβηκε στην πλατεία. Στάθηκε σε μια απόμερη γωνιά και είπε να περιμένει. Αισθανόταν ότι η νύχτα θα ήταν δύσκολη. Είπε να καταπιεί δύο μπούμπλε αλλά το άφησε για μετά διότι φοβήθηκε ότι μπορεί να μαστουρώσει και να περάσει ο Δημήτρης και να μην τον αντιληφθεί. Ήξερε καλά τι τρελόχαπα είχε αγοράσει.
Τον έψαχνε λοιπόν , τον έψαχνε. Αυτή έψαχνε τον Δημήτρη και αυτή την έψαχναν οι γονείς της. Να πάλι το τηλέφωνο.
-Έλα ρε μάνα, φώναξε. Δεν ξέρω πότε θα έρθω, μην ανησυχείς είμαι μια χαρά, όλα καλά , όλα καλά. Είπε και έκλεισε. Κάποιο από τα καταστρωμένα κορμιά που περνούσαν σέρνοντας τα πόδια τους, σταμάτησε μπροστά της.
-Ρε Σούλα εσύ είσαι. Την ρώτησε προσπαθώντας να μαζέψει το σάλιο του από την άκρη των χειλιών του.
-Εγώ είμαι είπε εκείνη αναγνωρίζοντας τον Κώστα ένα παλιό γειτονόπουλο που κάποτε παίζανε μαζί αλλά μετά χαθήκανε όπως χάνονται όλοι σε αυτή την ζωή.
-Τι κάνεις ρε συ, εγώ νόμιζα ότι είχες κόψει και είχες χαθεί από την πιάτσα, τι ζητάς πάλι εδώ, της είπε με μακρόσυρτα λόγια που λες και δεν ήθελαν να βγουν από το στόμα του.
-Καλά είμαι αλλά ψάχνω το Δημήτρη που μπριζώθηκε και πήγε μετά από τόσο καιρό καθαρός να ξανά πιει.
-Το Δημήτρη, έκανε αυτός καθώς τα γόνατά του λυγίζανε από το βάρος της μαστούρας και το κεφάλι του έγερνε πάνω από το βρόμικο πεζοδρόμιο με μάτια κλειστά.
-Είσαι χάλια φίλε, του είπε αυτή και πήγε να τον ρωτήσει και κάτι άλλο, αλλά δεν πρόλαβε διότι ένιωσε ένα δυνατό πιάσιμο στο μπράτσο που την ακινητοποίησε στην θέση της και πριν καλά καλά να το καταλάβει βρέθηκε περικυκλωμένη από τρεις μπάτσους. Ο ένας από αυτούς είχε πιάσει τον Κώστα και τον ταρακουνούσε φωνάζοντας . “Πάλι εδώ σε βρίσκω ρε ρεμάλι του κερατά, δεν σου έχω πει ότι όταν θα σε ξαναβρώ εδώ θα σου σπάσω τις μούρες” και του έδωσε ένα δυνατό χαστούκι που έκανε το κεφάλι του Κώστα να τιναχτεί με τέτοια φόρα σαν να ήθελε να ξεκολλήσει από το σώμα του. Το σώμα του και αυτό πήγε να κυλιστεί στο έδαφος αλλά τα δυνατά χέρια του μπάτσου το συγκράτησαν και τον στήριξαν για να σταθεί στα πόδια του.
-Μην τον χτυπάτε δεν έχετε το δικαίωμα, φώναξε αυτή, νιώθοντας το χέρι του μπάτσου να την σφίγγει σαν μέγγενη.
-Τι λέει η πουτανίτσα, ρώτησε αυτός που κρατούσε τον Κώστα και δεν τον άφηνε να σωριαστεί κάτω. “Θέλεις να δεις τι μπορούμε να κάνουμε, τι έχουμε δικαίωμα κουκλίτσα; κοίτα λοιπόν είπε και έδωσε μία γροθιά στο στομάχι του Κώστα και καθώς αυτός διπλώθηκε του τράβηξε άλλη μια γροθιά στο πρόσωπο και τον άφησε να κυλιστεί στο πεζοδρόμιο ενώ το αίμα άρχισε να τρέχει από τα ρουθούνια του και από το στόμα. Ο τρίτος μπάτσος πήγε και τον σταμάτησε καθώς εκείνος προχώρησε προς το μέρος του.
-Έλα του είπε, εντάξει δεν βγάζει σε τίποτα, άστον. Ο Κώστας έμεινε στο πεζοδρόμιο και δεν κουνήθηκε από την θέση του. Κοίταξε γύρω της και είδε μια τεράστια ερημιά γύρω. Λες και η παρουσία των αστυνομικών να έσπειρε την φυγή σε κάθε αδέσποτο κουφάρι που γυρνούσε στην πλατεία και αισθάνθηκε τελείως μόνη.
-Έχεις τίποτα επάνω σου, την ρώτησε αυτός που την κρατούσε. Αμέσως ήρθαν στο μυαλό της τα πέντε μπούμπλε, αλλά από την ταραχή της δεν ήξερε που τα είχε και κούνησε αρνητικά το κεφάλι.
-Τι; Έχασες την μιλιά σου πουλάκι μου. Τι ωραίο μανούλι είσαι, έκανε αυτός που είχε κτυπήσει τον Κώστα “κρίμα που έχεις μπλέξει με αυτά τα σκατά. Έλα πες μου πριν αρχίσω το ψάξιμο και δεν θα έλεγα όχι να ακουμπήσω τις όμορφες καμπύλες σου, εσύ τι λες"; ρώτησε γυρνώντας προς τον συνάδελφό του που την κρατούσε.
-Άστην είπε αυτός θα μας τα δώσει μόνη της και την άφησε για να μπορεί να βάλει τα χέρια της στην τσέπη και αυτό έκανε αμήχανα και πολύ φοβισμένα. Τις ερχόταν να βάλει τα κλάματα αλλά δεν ήθελε μπροστά τους. Τους έδωσε τα πέντε μπούμλε και αυτονών το μάτι άστραψε και ξεθάρρεψαν περισσότερο. Όταν βρέθηκε μέσα στην κλούβα δεν κατάλαβε τίποτα παρά μόνο το χέρι του αστυνομικού που της είχε πιάσει τον κώλο για να την σπρώξει δήθεν να ανέβει τα σκαλοπάτια της. Τον Κώστα τον παρατήσανε έτσι αιμόφυρτο στο πεζοδρόμιο.
Μέσα στη κλούβα ήταν με τρεις άλλους. Οι δύο αστυνομικοί που τους συνόδευαν δεν έχαναν την ευκαιρία να τους χλευάσουν με αισχρά λόγια προκαλώντας τους, αλλά αυτοί δεν απαντούσαν . Καθόντουσαν με σκυμμένα τα κεφάλια και χαμένοι μέσα στην μαστούρα τους. Την όλη διαδικασία την ήξερε από παλιά. Αλλά τώρα είχε φρικάρει περισσότερο. Την στεναχωρούσε ότι θα το μάθουν οι γονείς της, κάτι που δεν ήθελε με τίποτα. Με τίποτα δεν ήθελε να μάθουν ότι ξαναγύρισε στα ίδια. Πίστευε ότι το μόνο που θα κάνουν είναι να πάρουν τα στοιχεία της και να την αφήσουν να φύγει. Στην διεύθυνση την άφησαν σε ένα γραφείο να περιμένει πάνω σε μια πράσινη καρέκλα απέναντι από ένα γραφείο άδειο, αλλά από δίπλα ακούγονταν φωνές που βρίζανε χυδαία, υπόκωφοι χτύποι, θόρυβοι και μετά φωνές πόνου , ουρλιαχτά, ουρλιαχτά από διάφορες πλευρές λες και γινόταν βασανιστήρια. Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα και μπήκε ένας με γαλόνια ψηλός με γκρίζα μαλλιά και την είπε να σηκωθεί
-Για να σε δω κουκλίτσα, εσύ μου φαίνεσαι σενιαρισμένο κορίτσι, καθαρό και όμορφο, πως βρέθηκαν αυτά επάνω σου. Το ξέρεις τι μπορούμε να κάνουμε με αυτά που κρατάς;
-Είναι νόμιμα απάντησε αυτή με θάρρος.
-Νόμιμα τα μπούμλε είπε αυτός σαν να θύμωσε “έχεις το θάρρος να μου αντιμιλάς αντί να σκύψεις το κεφάλι”.
-Θέλω να τηλεφωνήσω στους δικούς μου.
-Να τηλεφωνήσεις;; Σε κανένα δεν μπορείς να τηλεφωνήσεις, πας κατευθείαν για αυτόφωρο και μετά στην ψειρού κάτι τέτοια δεν τα σηκώνει ο Καραθανάσης, εκτός αν......... είπε και πέρασε και κάθισε στο γραφείο του.
-Έχεις τίποτα άλλο, αν έχεις βγάλ' το για να μην αρχίσω να ψάχνω.
-Να ψάχνεται , εσείς;
-Ναι εγώ μωρή γιατί δεν έχω χέρια.
-Ναι αλλά είμαι γυναίκα και εσείς.....
-Αυτά να πας να τα πεις αλλού. Αυτά είναι στα χαρτιά και εμείς τα χαρτιά τα έχουμε μόνο για σκούπισμα, κατάλαβες κουκλίτσα και μην ξεχνάς ότι μπορώ να σε τύλιξε σε μια κόλα χαρτί και να σε στείλω ακόμα και για ένα χρονάκο μέσα κατάλαβες. Λοιπόν πάω και θα γυρίσω σε λίγο και σκέψου το.
Όταν έμεινε μόνη της ήρθαν δάκρυα στα μάτια. Τώρα καταλάβαινε ότι είχε μπλέξει και ότι εξαρτιόταν από αυτό το καθίκι και πως δεν είχε σημασία τι είχε επάνω της, το ζήτημα ήταν τι θα έγραφε αυτός στην αναφορά του. Θα μπορούσε πραγματικά να την κλείσει μέσα. Και ο Δημήτρης όπως και άλλοι την είχαν πατήσει έτσι και μετά άντε να ξεμπερδέψεις. Οι μπάτσοι πάντα κάτι παραπάνω βάζανε απ' ότι έβρισκαν επάνω σου. Γύρω από τα άλλα δωμάτια, οι φωνές και τα βογγητά συνεχίζονταν και νόμιζε ότι ήταν σε ένα εφιάλτη και ότι όπου νάνε θα ξυπνήσει. Η μάνα της ήρθε και αυτή στο μυαλό της, ο πατέρας της , οι αδελφές της , τα ανίψια της. Όλη η οικογένεια της έκανε παρέλαση, όταν τα βογγητά και οι φωνές ακούστηκαν έξω από την πόρτα του γραφείο η οποία ξαφνικά άνοιξε και έπεσε μπροστά στα πόδια της ένας αιμόφυρτος τύπος, κτυπημένος και σωριάστηκε στις άκρες των παπουτσιών της. Μαζί της μπήκαν και δύο αστυνομικοί θυμωμένοι που φωνάζανε και άρχισαν να τον χτυπάνε με τις αρβύλες τους δυνατά στα πλευρά, στο κεφάλι, στα χέρια που με αυτά προσπαθούσε να καλύψει το κεφάλι του. Το αίμα του από τα ρουθούνια λέρωσε το πάτωμα και οι μπάτσοι σταμάτησαν μόνο όταν μπήκε ο Καραθανάσης.
-Πάρτε αυτό το ρεμάλι έξω φώναξε και κλείστε την πόρτα.
Αυτοί τον σήκωσαν με βία στα χέρια προσέχοντας λες και κρατούσαν κάποιο βρώμικο αντικείμενο και βγήκαν με θόρυβο. “Και μην με ενοχλήσει κανείς” ξανά φώναξε προς το μέρος τους και έκλεισαν πίσω τους την πόρτα. Γυρνώντας προς εκείνη απάλυνε την φωνή του.
-Λοιπόν το σκέφτηκες;
-Τι να σκεφτώ;
-Να, να βγάλεις στο τραπέζι ότι έχεις, όπου το έχεις, για να μην αναγκαστώ εγώ να ψάξω, καταλαβαίνεις τώρα.
-Δεν έχω τίποτα.
-Άκου κούκλα μου, εμείς γνωρίζουμε όλα τα τσαλιμάκια που κάνετε εσείς οι γυναίκες και σε ποιο μέρος του σώματος σας κρύβετε τις περισσότερες φορές την ποσότητα λοιπόν, μην με αναγκάσεις να ψάξω, άφησε λοιπόν ότι έχεις στο τραπέζι. Αν θες να γυρίσω από την άλλη για να μην σε βλέπω.
-Δεν έχω τίποτα άλλο, ότι είχα το έδωσα, αλλά πρέπει να έχετε γυναίκα αστυνομικό σε αυτή την περίπτωση.
-Πάλι τα ίδια! Α εσύ δεν παίρνεις από λόγια και δεν καταλαβαίνεις, λοιπόν γδύσου για να ξεμπερδεύεις και να ξεμπερδεύω και εγώ γιατί έχω και άλλη δουλειά. Εάν όλα γίνουν όπως σου τα πω, τότε θα φύγεις από εδώ σε λίγα λεπτά και θα τα ξεχάσουμε όλα, αν όχι τότε στην αναφορά μπορώ να γράψω ότι θέλω και δεν θέλω, διότι βλέπω πως είσαι κορίτσι καλής οικογένειας και είναι άσχημο να κηλιδωθείς από μια ξεροκεφαλιά. Και μετά μην ξεχνάς ότι μπορεί να τυραννιέσαι για ένα χρόνο και να μην τελειώνεις γιατί ξέρω ότι ήσουνα πρεζού, λοιπόν διαλέγεις και παίρνεις, είσαι ελεύθερη. Είπε και απλώθηκε πίσω από το γραφείο του περιμένοντας.
Εκείνη στάθηκε στην θέση της. Αυτό δεν το περίμενε. Από την μια ήταν το αυτόφωρο, η αναφορά που μπορούσε να περιέχει ότι αυτός γούσταρε να γράψει, οι γονείς της, οι δικηγόροι, το χρήμα,και από την άλλη αυτό το διψασμένο κάθαρμα που άκουγε στο όνομα Καραθανάσης. Μέσα στην ταραχή της θυμήθηκε τι λέγανε για αυτόν στην πιάτσα. Θυμήθηκε έτσι όπως τον έβλεπε ότι ήταν ένα κάθαρμα που κάπνιζε χασίσι και ότι είχε στείλει πολλά παιδάκια χρήστες στην στενή . Αυτή η σκέψη την έκανε να σηκωθεί.
-Βλέπω ότι κατάλαβες κούκλα μου είπε και σαν να τον είδε να τραβάει το φερμουάρ του παντελονιού του κάτω από το τραπέζι.
-Έλα πιο μπροστά και όλα θα πάνε καλά είπε με μια φωνή γλοιώδικη και σαδιστική .
Πήγε και κάθισε εκεί που της υπέδειξε και άρχισε να αφαιρεί ένα, ένα τα ρούχα της και όταν έμεινε με τα εσώρουχα σταμάτησε.
-Ωραία χρωματάκια έχεις διαλέξει και βλέπω ξέρεις τα κόλπα του στριπτίζ και σταματάς εκεί που πρέπει για να ερεθίσεις τον πελάτη περισσότερο. Μπράβο κορίτσι μου για γύρνα να σε δω και από πίσω.
Εκείνη ένιωθε τα δάκρυα να ανεβαίνουν στα μάτια της και μάταια προσπαθούσε να τα κρατήσει. Άρχισε να κλαίει καθώς είχε γυρίσει την πλάτη.
-Έλα ηρέμησε, της είπε αυτός τελειώνουμε, βγάλε και τα υπόλοιπα και γύρνα να με βλέπεις, Γύρνα σου είπα!
Εκείνη γύρισε και το είδε που κουνιόταν ολόκληρος πάνω στην καρέκλα, αυνανιζόταν. Το πρόσωπό του ήταν κατακόκκινο και φλέβες είχαν πεταχτεί στο λαιμό του.
-Έλα βγάλτα και τα άλλα, είπε σχεδόν μουγκρίζοντας, πρώτα το επάνω και μετά το άλλο, αλλά το βρακί θα το βγάλεις γυρνώντας έτσι όπως κάνουν όλες οι στριπτιζέζ, κατάλαβες, σκύβοντας και μετά είσαι ελεύθερη. Και μην κλαις ! Μου το χαλάς και μπορεί να το μετανιώσω.

Όταν κατέβηκε τα σκαλοπάτια και βγήκε στο δρόμο πήρε μια βαθιά ανάσα και άφησε τα βήματά της να την πάνε όπου ήθελαν. Το τηλέφωνό της ξανακτύπησε, αλλά δεν το σήκωσε. Ήταν σαν να μην την ένοιαζε τίποτα. Το πως ξαναβρέθηκε στην πλατεία, δεν το κατάλαβε καθόλου. Το πως έβαλε το χαρτάκι με την ηρωίνη στην τσάντα της και αυτό δεν το κατάλαβε. Το πως μπήκε στην καφετέρια και πήγε στις τουαλέτες ούτε και αυτό. Εκείνο που κατάλαβε ήταν όταν την ένιωσε μέσα της να ζεσταίνει το παραβιασμένο της κορμί, το παραβιασμένο της μυαλό.

1Ηρωίνη
2Vulbegal
3Ηρωίνη

Σχόλια

  1. καλε μου φιλε καλο ονομα ο ΓΡΙΒΑς δε λεω αλλα η αγαπη πανω απο ολα.αμα περνας απο ατσαλι και φωτια πρεπει να εισαι τυχερος να μην βγεις συντριμη΄.πολυ καλο το μυνημα σου δεν μπορεσα να το διαβασω ολο αλλα παντα εκτιμω αυτα που γραφεις.και αυτο που θαυμαζω ειναι η εικονες που βαζεις στην αναρτηση σου΄.την φιλια μου

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Σ' αυτούς...

Σ’ αυτούς που αναζητάν το μέλλον  θρηνώντας το παρόν  και   με αυτό τον τρόπο  προσπαθούν  να ξεχάσουν το παρελθόν,   θα ήθελα να τους πω... ότι η μνήμη πάντα θα είναι εκεί να κρατά το νήμα του πόνου προσπαθώντας  μέσα στο λαβύρινθο του χρόνου να βρει την χαρά.
Αξίες Ζωής Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες "Αν ο Θεός ξεχνούσε για μια στιγμή ότι είμαι μια μαριονέτα φτιαγμένη από κουρέλια και μου χάριζε ένα κομμάτι ζωή, ίσως δεν θα έλεγα όλα αυτά που σκέφτομαι, αλλά σίγουρα θα σκεφτόμουν όλα αυτά που λέω εδώ. Θα έδινα αξία στα πράγματα, όχι γι' αυτό που αξίζουν, αλλά γι' αυτό που σημαίνουν. Θα κοιμόμουν λίγο, θα ονειρευόμουν πιο πολύ, γιατί για κάθε λεπτό που κλείνουμε τα μάτια, χάνουμε εξήντα δευτερόλεπτα φως. Θα συνέχιζα όταν οι άλλοι σταματούσαν, θα ξυπνούσα όταν οι άλλοι κοιμόταν. Θα άκουγα όταν οι άλλοι μιλούσαν και πόσο θα απολάμβανα ένα ωραίο παγωτό σοκολάτα!Αν ο Θεός μου δώριζε ένα κομμάτι ζωή, θα ντυνόμουν λιτά, θα ξάπλωνα μπρούμυτα στον ήλιο, αφήνοντας ακάλυπτο όχι μόνο το σώμα αλλά και την ψυχή μου. Θεέ μου, αν μπορούσα, θα έγραφα το μίσος μου πάνω στον πάγο και θα περίμενα να βγει ο ήλιος. Θα ζωγράφιζα μ' ένα όνειρο του Βαν Γκογκ πάνω στα άστρα ένα ποίημα του Μπενεντέτι κι ένα τραγούδι του Σερράτ θα ήταν η σερενάτα που θα χάρ
Τα κορίτσια κλειδώνουν τις νύχτες Τα κορίτσια κλειδώνουν τις νύχτες Αφήνουν το τσιγάρο στο τασάκι και στέκονται γυμνές μπροστά στο καθρέφτη εξετάζοντας τις γραμμές του κορμιού τους Δεν ξέρουν ακόμα το όνομα του βιαστή τους Δεν ξέρουν ακόμα το όνομα της σιωπής τους Ανάμεσα σε πόστερ ινδαλμάτων ξανά βάζουν τα εσώρουχά τους και κατευθύνονται στο κοριτσίστικο κρεβάτι Τα κορίτσια κλειδώνουν τις νύχτες Πέφτουν στην αφάνεια κάνοντας βουβά σινιάλα στο σκοτάδι Τυλίγονται τον παρθενικό υμένα και κατεβαίνουν τα σκαλοπάτια με γυμνές πατούσες αφουγκράζονται τα τριξίματα της νύχτας πίσω από το κλειστό παράθυρο Τα κορίτσια κλειδώνουν τις νύχτες δεν ξέρουν τι να προσφέρουν στο βιαστή τους δεν ξέρουν τι να κάνουν την σιωπή τους. Και ο βιαστής και η σιωπή πλησιάζουν από στιγμή σε στιγμή από μέρα σε μέρα από χρόνο σε χρόνο Τα κορίτσια κλειδώνουν τις νύχτες εξαφανισμένα σαν οντότητες φορτωμένα σε φορεία κρυφών γεννήσεων φθάνουν μέχρις εδώ με ένα φόβο που κανείς δεν καταλαβαίνει Τα κορίτσια κλειδώνουν τις