Κάτω
από τα βλέφαρα ο ύπνος, οδηγεί τον
κοιμισμένο στις άκρες της πόλης.
Τον
περνά από τα φανταχτερά τοπία της
κλειδωμένης νιότης και τον σταματά πάνω
από το υδατοφράχτη της ζωής.
Πέρα
ένα ήλιος φασκιωμένος σε ψυχικά ιμάτια
που σέρνονται σε χωματόδρομους γυμνών
βηματισμών. Οι μακρινοί συγγενείς με
κουρασμένα πρόσωπα ξεπροβάλλουν ντροπαλά
πίσω από ασπρισμένους τοίχους φορώντας
τα καλά τους, όμως κανείς δεν ξέρει σε
ποια γιορτή πηγαίνουν. Τα σκονισμένα
λεωφορεία περιμένουν να στοιβαχτούν
μέσα τους ενώ κάνεις δεν μιλάει, κανείς
δεν λέει τίποτα.
Περιμένει στην άκρη
του τοπίου, σαν ταξιδιώτης της επιστροφής
στην αναχώρηση. Πίσω, ο δρόμος που δεν είχε δει ποτέ και τώρα
τον κοιτούσε μέσα από τα βλέφαρα για ν
αποφύγει τις ακτίνες του ηλίου. Και το
σκοτάδι όμως ήταν εκεί, περίμενε την
σειρά του όπως κάθε φορά.
Κερεντζής
Λάμπρος
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου